- δικτυουλκός
- δικτυουλκός, -όν (Α)1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοίτίτλος δράματος τού Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικτυουλκός — drawing nets masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυουλκοῖς — δικτυουλκός drawing nets masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυουλκοί — δικτυουλκός drawing nets masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)